- ειδησεολογικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στην ειδησεολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ειδησεολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στην ειδησεολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek